- συνήλωσαν
- συνηλόωnailaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναναλίσκω — Α 1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον 3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»] … Dictionary of Greek